πνιγμός

πνιγμός
ο см, πνίξιμο 1, 3

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πνιγμός" в других словарях:

  • πνιγμός — choking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμός — Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα …   Dictionary of Greek

  • πνιγμός — ο θάνατος από ασφυξία, πνίξιμο, ασφυξία: Κάθε καλοκαίρι συμβαίνουν πολλοί πνιγμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πνιγμοῖς — πνιγμός choking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμοῖσι — πνιγμός choking masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμοί — πνιγμός choking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμοῦ — πνιγμός choking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμούς — πνιγμός choking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμῶν — πνιγμός choking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμῷ — πνιγμός choking masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγμόν — πνιγμός choking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»